Το κλάδεμα της μαύρης πεύκης είναι μια δενδροκομική πρακτική που απαιτεί γνώση, προσοχή και σαφείς στόχους, καθώς διαφέρει σημαντικά από το κλάδεμα των φυλλοβόλων δέντρων. Σε αντίθεση με πολλά άλλα είδη, τα πεύκα δεν αναπτύσσουν νέους βλαστούς από παλιό ξύλο, πράγμα που σημαίνει ότι μια λανθασμένη τομή μπορεί να δημιουργήσει ένα μόνιμο κενό στην κόμη του δέντρου. Γενικά, η μαύρη πεύκη αναπτύσσει μια φυσικά όμορφη και ισορροπημένη δομή και απαιτεί ελάχιστο κλάδεμα καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της. Οι παρεμβάσεις περιορίζονται συνήθως στην αφαίρεση νεκρών ή προβληματικών κλαδιών, στη διατήρηση της υγείας και της ασφάλειας, και σε εξειδικευμένες τεχνικές για τον έλεγχο του μεγέθους ή για αισθητικούς σκοπούς, όπως στην τέχνη του μπονσάι.
Η κατανόηση του τρόπου ανάπτυξης της μαύρης πεύκης είναι θεμελιώδης για το σωστό κλάδεμα. Κάθε χρόνο, την άνοιξη, το δέντρο παράγει επιμήκεις, όρθιους βλαστούς που ονομάζονται “κεριά”. Αυτά τα κεριά περιέχουν όλους τους λανθάνοντες οφθαλμούς για την ανάπτυξη της τρέχουσας χρονιάς. Καθώς το κερί επιμηκύνεται, οι βελόνες ξεδιπλώνονται και στο τέλος της περιόδου ανάπτυξης, σχηματίζονται οι τελικοί οφθαλμοί για την επόμενη χρονιά. Το κλάδεμα πρέπει να γίνεται με γνώμονα αυτόν τον κύκλο, καθώς η αφαίρεση ολόκληρου του κλαδιού μέχρι τον κορμό ή η κοπή σε παλιό ξύλο όπου δεν υπάρχουν βελόνες, δεν θα προκαλέσει νέα αναβλάστηση.
Ο πρωταρχικός και πιο συχνός λόγος για το κλάδεμα της μαύρης πεύκης είναι η συντήρηση και η υγιεινή. Η αφαίρεση νεκρών, σπασμένων ή άρρωστων κλαδιών είναι απαραίτητη για διάφορους λόγους. Αυτά τα κλαδιά μπορούν να αποτελέσουν πύλες εισόδου για παθογόνα και έντομα, να αποτελούν κίνδυνο για την ασφάλεια εάν πέσουν, και να μειώνουν την αισθητική αξία του δέντρου. Αυτό το είδος κλαδέματος μπορεί να γίνει οποιαδήποτε εποχή του χρόνου, αν και η περίοδος του λήθαργου, στα τέλη του χειμώνα, είναι συχνά ιδανική καθώς το δέντρο είναι λιγότερο ενεργό και ο κίνδυνος
